μαξιλλαρομάννα

формы словаβ
μαξιλλαρομάννα
η 1) большая подушка;
2) валик (диванный)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово большая подушка? — μαξιλλαρομάννα
как на (ново)греческом будет слово валик? — μαξιλλαρομάννα
как с (ново)греческого переводится слово μαξιλλαρομάννα? — большая подушка, валик


στραβάδαστρεβλόςαδιάκοποςλαστιχένιοςυπεκμισθωτήςμαρούλιμαυραγορήτισσαξεζώνομαιθυμητικόχασομερώπαντζαρόσουπαμαγνητοθερμικόςστροφόμετροέμμηνακούφωμαοσφραντικόςασκλήρυντοςοδοντοβόθριονκεφαλαιουχικόςάνοδοςχρήζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit