|
самоходный, самодвижущийся; ~ο πυροβολικό — самоходная артиллерия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоходный? — αυτοκινούμενος как на (ново)греческом будет слово самодвижущийся? — αυτοκινούμενος как с (ново)греческого переводится слово αυτοκινούμενος? — самоходный, самодвижущийся — γκερδέλι — ονομαστικός — βιβλιοκαπηλεία — επανάθεση — τρούμπα — δαιμονοληψία — απευαισθητοποιούμαι — γιουγκοσλαβικός — αυθημερόν — νάρκωμα — πετονιά — ίκτερος — ζημίωμα — ξύω — ραχάτι — αυτόκλειστος — ορογάνος — αποθησαυρισμένος — εστιώ — ευθαλής — ακρότμητος |
|||