|
η сыр (один из сортοв) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сыр? — φρουμαγέλλα как с (ново)греческого переводится слово φρουμαγέλλα? — сыр — γλυκοπυρώνω — μάγκιπισσα — φωτοχημεία — φωλεύω — ψειριάζω — ανθρακεργάτης — συμβουλευτικός — βλεφαρίδα — θεσπισμένος — κουρμπάτσι — αμάλλιαγος — πειρακτικός — πεντηκοντούτης — δικονομικός — πυξιδοθήκη — ντουλάπα — κατωτερότητα — εξευρωπαΐζω — ξαφορμίζω — αψάδα — σκάλευμα |
|||