|
το чешуя, чешуйка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чешуя? — λέπι как на (ново)греческом будет слово чешуйка? — λέπι как с (ново)греческого переводится слово λέπι? — чешуя, чешуйка — συνετός — συμβεβηκός — υπομνηματισμός — εκπτύω — ξερόβραχος — Ρωμιά — κουτσομπόλικος — γυψωτής — υψίκομος — αγουρίλα — λεμονόστυμμα — αυτο- — διαμετακόμιση — πολυπράγμονας — καραπουτσακλάρα — αμυγδαλάτος — πυρρός — γνωστικεύω — φουστανέλα — γλυπτός — τραπεζοϋπάλληλος |
|||