|
кровеносный; ~α αγγεία — кровеносные сосуды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кровеносный? — αιμοφόρος как с (ново)греческого переводится слово αιμοφόρος? — кровеносный — κοντομάνικος — περηφανεύομαι — σκίαστρο — ανέκτης — στοργικά — πένταθλο — διισχυρίζομαι — παθητικότητα — κάβα — εμφυσώ — συνδαιτυμόνας — συνισταμένη — καλοπόδαρος — κρομμύδι — μπλάβος — αιγιάλειος — κολλαγόνο — αμμόμετρο — όστια — ισώ — λευκοφόρος |
|||