|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξαναφούντωμα? — — κιτρινίζω — σκόπιμος — αναμαλλιασμένος — γατσιάζω — άτυχος — κείθες — αιματοβάφω — εχέμυθος — ωολέυκωμα — λεβέ — μπουκαλάκι — σκωρίαση — αγροφυσική — αποβίβαση — ντόμπρα — κέντισμα — εφοπλισμός — αυτοδιοίκηση — κοθρής — εκμαγείον — κοσμέω-κοσμώ |
|||