ξαναφούντωμα

формы словаβ
ξαναφούντωμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ξαναφούντωμα? —


κιτρινίζωσκόπιμοςαναμαλλιασμένοςγατσιάζωάτυχοςκείθεςαιματοβάφωεχέμυθοςωολέυκωμαλεβέμπουκαλάκισκωρίασηαγροφυσικήαποβίβασηντόμπρακέντισμαεφοπλισμόςαυτοδιοίκησηκοθρήςεκμαγείονκοσμέω-κοσμώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit