|
уст. понятный, доступный, постижимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово понятный? — ευκατάληπτος как на (ново)греческом будет слово доступный? — ευκατάληπτος как на (ново)греческом будет слово постижимый? — ευκατάληπτος как с (ново)греческого переводится слово ευκατάληπτος? — понятный, доступный, постижимый — κοινωνώ — ζωεμπορία — θριάμβευση — σύστρεψις — αντιφάρμακο — σουβάς — ξηρόφλοιος — φονικό — γευστικότης — αμίλητος — διαρθρωτικός — κοκκοφοίνικας — πυρηνώδης — πλατανόφυλλο — φεουδαρχισμός — προπηλάκισμός — αναγκαστικός — νηματοποίηση — χρυσόκονις — εξαρμοστήρας — γαργάρα |
|||