|
прям., перен. горький; ~στη ζωή — горькая жизнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горький? — άγλυκαστος как с (ново)греческого переводится слово άγλυκαστος? — горький — ωθηση — κέρασος — αφθαρσία — ατραυμάτιστος — συντόμως — φανελλάς — μαγαζί — ειδησεογραφικά — εγκλίνω — διαλλαγή — δεκοχτώ — άγρυπνος — αψηφος — διαλαλήτρια — βαθύρριζος — ξεσκουφώνομαι — τορπιλλιστής — σκλήθρα — κατάκαυση — καταπολεμώ — κόβομαι |
|||