|
(-ητος) η святость; η υμετέρα ~ — (обращение) Ваше святейшество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово святость? — πανοσιότητα как с (ново)греческого переводится слово πανοσιότητα? — святость — κυστίτιδα — τραβηχτικός — σιδηρουργείο — βεβαιωτής — αχρεώστητος — αισθητότης — ερρέτω — εξαρτώμενος — πυροτεχνουργία — μιξοβάρβαρος — ασύμπαθος — φλοίσβος — παλαιικός — κρεμιέμαι — λιπώδης — συνταγολογία — κρίνομαι — τυπολάτρης — αμυαλιά — καταή — αλογάς |
|||