|
уравновешивать, балансировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уравновешивать? — αντιζυγίζω как на (ново)греческом будет слово балансировать? — αντιζυγίζω как с (ново)греческого переводится слово αντιζυγίζω? — уравновешивать, балансировать — επιμελούμαι — ακριβολόγος — ποσότητα — τσιγκούναρος — τριό — ηλεκτρογεννήτρια — παγούρι — αμηνολόγητος — καζανιά — αντιπρόταση — φτωχογειτονιά — γαντζώνω — κοσμικότητα — πλινθοποιία — ολλανδικός — διαφθορά — υπέρψυχρος — νερόπιασμα — σύμφυρτος — ιταμότητα — γραφική |
|||