Новогреческий словарь
τρέχων
τρέχων
1.
текущий
;
τό ~ον έτος — текущий год
;
η ~ουσα τιμή — рыночная цепа на данный момент
;
2. :
τά ~οντα — текущие события
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
текущий
? —
τρέχων
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρέχων
? — текущий
#
(ново)греческий словарь
—
ακελάϊδητος
—
χωρίζω
—
παντοχρωμία
—
συγκοινωνία
—
ψηφάω
—
κρασοπότης
—
επάνδρωση
—
εκατομμυριοστός
—
γόγγρος
—
αντιχαίρω
—
αμασχάλη
—
αντικατασταίνω
—
γαλακτάλευρο
—
μεθοδιστής
—
μαγνησιούχος
—
νηνεμώ
—
μαγνάδι
—
κλιμακτήρ
—
αναγεννητικά
—
ανακατάταξη
—
κέντρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве