|
1) разоряться; 2) губить себя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разоряться? — χαντακώνομαι как на (ново)греческом будет слово губить себя? — χαντακώνομαι как с (ново)греческого переводится слово χαντακώνομαι? — разоряться, губить себя — ζερβόδεξα — ωοπαραγωγός — αργυρολογώ — συγγένεια — σουλτάνος — ζυθοπότης — εναντιοδρομία — λαχανικό — λιθοτόμος — μονόλυκος — λιακός — πανέτοιμος — καλιά — κατάπτυστος — γραφόριο — ξεφτώ — καλοβλέπω — πεθερικά — ταμπουρώνω — αναντάλλακτος — άγδαρτος |
|||