Новогреческий словарь
χαντακώνομαι
χαντακώνομαι
1)
разоряться
;
2)
губить себя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разоряться
? —
χαντακώνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
губить себя
? —
χαντακώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαντακώνομαι
? — разоряться, губить себя
#
(ново)греческий словарь
—
καπνοβιομήχανος
—
αποταμίευση
—
μαυρομαμούνα
—
ενδοθερμικός
—
παλούκωμα
—
ροταριανός
—
περιπλέω
—
φρικίασις
—
αραιότητα
—
προπαίδευση
—
συνηγορώ
—
κοτάω
—
τρουβαδούρος
—
δεκαετής
—
αποκορύφωση
—
πολέμαρχος
—
ασπρορουχάς
—
παράγομαι
—
υδροσκοπικά
—
καλοπληρώνω
—
ανισοπαχής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве