Новогреческий словарь
αεροδέρνω
αεροδέρνω
мучить, истязать
;
τόν ~ει η φτώχεια — его замучила нищета
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мучить
? —
αεροδέρνω
как на
(ново)греческом
будет слово
истязать
? —
αεροδέρνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αεροδέρνω
? — мучить, истязать
#
(ново)греческий словарь
—
κονίαμα
—
σιταποθήκη
—
τέλμα
—
μικροπολιτική
—
αεροπορία
—
γαλακτοβουτυρόμετρο
—
λιθογλυφικός
—
μπουρινιάζω
—
ανεπιστημονικά
—
περιχαρακώνομαι
—
εναντίος
—
γεμελλάκια
—
διαφωτισμός
—
σωφρονιστήρας
—
κακοποίηση
—
αηδονόπουλο
—
καμίνευμα
—
απιστώ
—
ανοησία
—
ξερρωγιάζω
—
μονομερώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,