|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σακουλές? — — επεξεργασία — αποπαγώνω — κλειδώνω — διαγνωστικός — εμφραξη — βυζάνω — αποκυλίζω — στραβομουτσούνιασμα — φλορίνι — εκατόχρονα — ταπεινά — μηκώμαι — διασυρμός — έλκυθρο — βαθουλωτός — αναχορηγητής — μακέλλα — σουβλιστός — ενδοκρινής — μονύδριο — ανακτώ |
|||