Новогреческий словарь
εμβολοφόρος
εμβολοφόρ|ος
1)
несущий таран
(о судне);
2)
поршневой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
несущий таран
? —
εμβολοφόρος
как на
(ново)греческом
будет слово
поршневой
? —
εμβολοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμβολοφόρος
? — несущий таран, поршневой
#
(ново)греческий словарь
—
θηρευτικός
—
ακορντεονίστας
—
φιλαρχία
—
πρόσχαρης
—
αμόνοιαστος
—
φαροφύλαξ
—
έκφυλος
—
καθικετεύω
—
δικαιοκρίτης
—
ρυπαρογραφώ
—
παραμελούμενος
—
νταλόδαρμα
—
κυτταροπαθολόγος
—
ανυπολόγιστος
—
αστεϊσμός
—
πρωταπριλιά
—
εορτασμός
—
ενδυματολόγος
—
φορτισμένος
—
θεοβλαβούμενος
—
κυνόδηκτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве