|
αόρ. от εισπίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισέπεσα? — — στόκος — αρμοδιότητα — κροσσωτός — πενταφωνία — ανασυσταίνω — ασυμμετρία — γαιάνθρακος — οκτάεδρο — ξυλοβιομηχανία — αποσκοπώντας — μακροσκοπία — νομιμοποιούμαι — νεκροφόρος — προωθώ — τριάδα — αλυπήτως — φιγουρατζίδικος — ψηλαφώ — διχτάκι — ντεφαιτιστής — πεθερός |
|||