Новогреческий словарь
εισέπεσα
εισέπεσα
αόρ. от εισπίπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισέπεσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ισχαιμία
—
εμπροστινός
—
ξεκάρδισμα
—
ζίζυφος
—
αγόρασμα
—
ντεπό
—
ψαροπούλα
—
διάπυος
—
μελοδραματικός
—
ζαστανώνω
—
μερικός
—
αλατοπήγιο
—
καισαρικός
—
κηπάκος
—
υπερημερία
—
εκφυλίζομαι
—
ακροζυγιάζομαι
—
ελαφριά
—
βιασμένος
—
μεσάλα
—
υδροποσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве