|
η особняк (для одной семьи); одноквартирный дом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово особняк? — μονοκατοικία как на (ново)греческом будет слово одноквартирный дом? — μονοκατοικία как с (ново)греческого переводится слово μονοκατοικία? — особняк, одноквартирный дом — αντίποδες — στιγματισμένος — ασπράδι — πηροδάκτυλος — ανιχνευτής — γυναικάρεσκος — χωρίς — ζυμώνομαι — πρόνοια — θημωνιά — πτώμα — τουρκοκρατία — αεροστεγής — κοντόμερος — μαιευτήριο — ανεγορά — αποδομώ — εξυμνητικός — ετερόσημος — χιλιμιντρώ — γρανάτα |
|||