|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πουκαμισάς? — — επικαίω — αφυσικότητα — αργοπορημένος — θεόγυμνος — παλληκαρισμός — στοιβαχτός — ακροθιγής — αναπόληση — αρεσιά — μονοπωλώ — έννατος — ξεγελώ — καρυδάτος — κλειδοπίνακο — ηλιόφιλος — εντρέπομαι — ρυμοτομικός — σεληνάκατος — εξώγαμος — ψυχοπλακωτικός — τσαλακώνομαι |
|||