|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρίσκοτος? — — παρδαλή — τσάπισμα — αιμομικτικός — κεραμιδί — επίκαιρος — αταλάντωτος — ευυπόληπτος — σταυρωτά — αχρειόστομος — ελεφαντιώ — ερινεός — ένδικος — αληταρία — κελαϊδίστρα — γκαϊδίζω — πυρίπνους — ορυζάμυλο — οξύθυμος — επίπτωση — φιστίκι — βαλκανικός |
|||