|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαλατοποιούμαι? — — γουρουνομούρης — εξονειδίζω — μισερεύω — μετασαλεύω — αθροιστικός — ταχυσφυγμία — περιτείχιση — γραμματοκομιστής — αστένευτος — λεμφοκήλη — αναγνώστρια — ζαχάριασμα — ακατακρήμνιστος — αντιφέγγισμα — νύχτα — μοναδιαίος — ξεσυνειθίζω — αντιπαρασιτικός — αντσούγια — ρουφάω — αρρενόθηλυς |
|||