σαλιγκάρι

формы словаβ
σαλιγκάρι
το зоол. улитка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово улитка? — σαλιγκάρι
как с (ново)греческого переводится слово σαλιγκάρι? — улитка


βεντέταψιψιρίζωσηκωμόςεξυψωτικόςδιεκπεραιωτήςναυπηγοξυλουργόςασέλλωτοςεγωιστικάγεροντικόιατρόσημομεταπλάσσωυποπρακτορείοεπιχώνομαιλάξταμαχιάζωδυσηλεκτραγωγόςελαιοτρίβιονχαμηλοβλεπούσαΦράγκισσαθειωτήρψιψίρισμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit