|
тусклый, темноватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тусклый? — μουχρωπός как на (ново)греческом будет слово темноватый? — μουχρωπός как с (ново)греческого переводится слово μουχρωπός? — тусклый, темноватый — φούστα — μιμόδραμα — ουρηθροσκοπία — σπινθηροβόλος — τραβιώμαι — ψυχολογούμαι — προσυπογράφω — δικός — τρίμηνο — μπορντέλλο — νοησιαρχία — ευθυμογραφώ — υδροχρωματιστής — αρλουμπιτζής — σποριαρικος — κατεσχέθην — έλασμα — Δαίδαλος — ξεπαγιασμένος — κλασσικίζω — δεκαεφτά |
|||