|
το нитчатый червь, нитчатка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нитчатый червь? — νηματόζωο как на (ново)греческом будет слово нитчатка? — νηματόζωο как с (ново)греческого переводится слово νηματόζωο? — нитчатый червь, нитчатка — ρευματικός — αγγρισμός — αναθεματούρι — ξαφρίζω — στάση — τσόχα — γυμνασιαρχεύω — μεταγένεσις — καταγεμάτος — βίτσα — γνωστικεύω — ψευδοκλασσικισμός — γογγώ — καολίνη — μωρουδίζω — εκπνευση — αυτοπαιδεμός — μαρμαρουργός — γιουρούκης — μεγαλώνοντας — δυαδικός |
|||