|
пневматический; духовой (о ружье и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пневматический? — αεροβόλος как на (ново)греческом будет слово духовой? — αεροβόλος как с (ново)греческого переводится слово αεροβόλος? — пневматический, духовой — βιλάρα — ηγμένος — απομάκρυνση — φτωχοφαμελίτισσα — χορηγία — παρακυλιέμαι — πλεκτικός — μεσουρανίς — κατακάθομαι — σεβαστικός — επιφυλαχτικός — δεματοποιώ — ρυθμίζω — Ρουμελιώτισσα — διχοτόμος — μύτη — κρεμεζί — διακίνηση — σκουντούφλα — στομαχόπονο — βρογχίδιο |
|||