|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θειαφί? — — συγκάτοχος — ευλαβικός — παρακολούθημα — τάζομαι — νυχτοφύλακας — αδιευκρίνητος — αιματίτης — κατακομματιάζω — πανέρι — αντωνυμία — άκου — βιβλιεμπόριο — μαστιχόδεντρο — προεξοφλητής — γυπάετος — σπαγέττο — ορρός — αποσβέστης — ενδαρτηρίτις — βασιλεία — ίγκλα |
|||