|
η замок, запор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замок? — κλειδαριά как на (ново)греческом будет слово запор? — κλειδαριά как с (ново)греческого переводится слово κλειδαριά? — замок, запор — σαρανταήμερο — ομμάτιον — ψηφιδοθέτης — καταπονητικός — ύπαρχος — υδρόψυκτος — δεσποτάτον — τοις — αναπόδιασμα — ανεπίστρεπτος — συγχώνεμα — κεφαλόβρυσο — οπλομάχος — δικάσιμη — σκηνογραφικός — υγροσκοπικός — τελειοποιήσιμος — ευεκτώ — πριτσινάρισμα — ευρωτιώ — διττανθρακικός |
|||