|
ο лудильщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лудильщик? — καλαντζής как с (ново)греческого переводится слово καλαντζής? — лудильщик — τούρλα — μάμμη — Ανθεστήρια — επιτήρηση — μεταξοβιομηχανία — πυογόνος — μεταλλωρύχος — απαράκαμπτος — βαρκός — σκολόπακος — εκτύλωση — αμιαντωρυχείο — καταπτύω — υπερούσιος — κανατάδικο — τελωνίς — εκκλησιάρης — παραποιημένος — μπλάστρης — αστάθμιστος — κακοτυχίζω |
|||