|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Αστυάναξ? — — αναβάπτιση — καμπάνισμα — κοντούλα — λύνομαι — επιχειρησιακός — μακροήμερος — πλειοδοτικός — ρυμούλκία — βόρβορος — άμιλλα — διακρίνομαι — διαζευγνύω — καθικετεύω — γραμμοσχεδίασμο — ιδιοχρησία — κονιδιάζω — βιβλιοδετικός — αλαφροσκεπάζω — αποκοττίζω — γαϊτανάκι — αντρειότη |
|||