|
мед. спастический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спастический? — σπαστικός как с (ново)греческого переводится слово σπαστικός? — спастический — αποφοιτήριο — απόπατος — καυχησιολογία — διαντίδραση — φλιά — Βρετταννός — τιμονάκι — ανεμοσκεπής — μισοσκόταδο — συμμύω — ακρογιάλι — μπαντιέρα — ανομισθώνω — γερμανικός — τράφηκα — ογδόντα — αναστηρίζω — ζιζανιοκτόνος — ξηραντήρας — σχοινί — μοχθηρότητα |
|||