Новогреческий словарь
σπαστικός
σπαστικός
мед.
спастический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спастический
? —
σπαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπαστικός
? — спастический
#
(ново)греческий словарь
—
πανύψηλος
—
αποκρυφισμός
—
απόγραφο
—
αγλέορας
—
παρυφή
—
φώνηση
—
περιπάτημα
—
άκρη
—
ανάθεση
—
παρασόκακο
—
ακατεύναστος
—
μαστιγοδόχη
—
καρδιοπονώ
—
μεταξοσκούληκας
—
φωνογράφηση
—
κοντράλτα
—
πρέπει
—
χαρτομάζα
—
παραλογίζομαι
—
ημερολόγιο
—
καρακόλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,