|
η мигрень; πάσχω από ~ — страдать мигренью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мигрень? — ημικρανία как с (ново)греческого переводится слово ημικρανία? — мигрень — υπερψηφίζω — ρεβιθάδα — φέρελπις — κατάφαση — χέρα — προσφυγόπουλο — ξαράχνιασμα — πλέγω — παραλίδισσα — καταλογιστέος — ενδιαφέρομαι — σχεδιάζω — δίσκελο — μεταλλουργία — σαρκοφαγώ — μυθοποιούμαι — δεσποτάτον — πετρογραφικός — χιλιαπλάσιος — πρεστίζ — ανδροκρατία |
|||