|
ο ловкач #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ловкач? — κουρνάζος как с (ново)греческого переводится слово κουρνάζος? — ловкач — Λεβαντίνα — κόνιδα — οργανολογία — θεοτικό — κυβικό — σύκινος — απελπισμένος — λίβας — σκηνογραφία — αραίωση — αμυαλοσύνη — προτάσσω — αποσπερίδα — εκβρασμός — καθημερινός — αυθάδικο — ψηφίζω — αγελάς — ακλείδωτος — χοροδιδάσκαλος — ξηστρεφτή |
|||