|
неустойчивый, изменчивый, непостоянный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неустойчивый? — ευμετάβολος как на (ново)греческом будет слово изменчивый? — ευμετάβολος как на (ново)греческом будет слово непостоянный? — ευμετάβολος как с (ново)греческого переводится слово ευμετάβολος? — неустойчивый, изменчивый, непостоянный — δισεκατομμυριούχος — σέσκουλο — κουτσομεσιάζομαι — δεματού — ξετάπωμα — φιλόλαος — κάθετος — ακρουστάλλιαστος — ψυχοπαθολογικός — γυαλικά — συντόμως — αιμομίκτης — αξιόλογος — ιθαγενής — χλευαστής — εγκατεστημένος — ελέφαντας — μαγουλίκα — τυπογράφος — πρίνος — χαλιναγώγηση |
|||