|
мед. бронхоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронхоскоп? — βρογχοσκόπιον как с (ново)греческого переводится слово βρογχοσκόπιον? — бронхоскоп — δεκεμβριστές — Ούγγρος — ανεύθυνο — δασμός — αμαξάς — βυσμάτωμα — διδυμοτόκος — ανατρεπόμενος — αερόπλανο — φιλοκυβερνητικός — ἱερακάριος — εξώπασχο — σκελετίνη — μαχμούρισσα — εγγλύφω — ψαρεύω — μπάς — αμφίκυρτος — αερηθμός — αμφορέας — αδίωκτος |
|||