|
ο каменный дрозд, каменка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменный дрозд? — πετροκότσυφας как на (ново)греческом будет слово каменка? — πετροκότσυφας как с (ново)греческого переводится слово πετροκότσυφας? — каменный дрозд, каменка — φλοκκιαστός — σταυλοφύλακας — βλαστοφυής — συναδελφικότητα — Κοκκινοσκουφίτσα — παραδοξολόγημα — στουμπιστός — γλυκομιλώ — οσονούπω — αστραποβροντάω — χηνοτροφείο — νεροποντή — γόπα — μεγαλοκέφαλος — εντερεκτασία — αρωγή — αγριοθώρημα — Ψηλορείτης — μυκώμαι — αποθεσιμιό — υστερόγραφο |
|||