Новогреческий словарь
σκωληκίαση
σκωληκίαση
(-εως) η действие по слову ??? червиветь, становиться червивым
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκωληκίαση
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οκτωβριανός
—
αναίματος
—
φωνόμετρο
—
ανθρακούχος
—
μαστορόπουλο
—
αναξιοπιστία
—
ποτιστήρι
—
ανοσοποίηση
—
ασυνόδευτος
—
ενόρμηση
—
ενδεκαετής
—
βροντοχτυπιέμαι
—
σκηνογραφικός
—
μασουρίζω
—
ασυλλόγιστος
—
διαγνωστική
—
σπιθηρίζω
—
εμποριολόγος
—
ξεσκλαβώνω
—
ακατσάρωτος
—
αγκάθα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве