|
ο цинк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цинк? — τσίγκος как с (ново)греческого переводится слово τσίγκος? — цинк — προσκεφαλάδα — χρωματίνη — γυμνο- — ατελεσφόρητος — εξισωτής — παρακάνω — συμπολίτης — άξεστος — αρτιμέλεια — παραβολοειδής — ξυλοφορτώνω — καθάρσιο — ψυχοφυσικός — στραβωμάρα — οκνιά — παράκυκλος — ματαιόδοξος — διαθηκώος — επίπληξη — φορτηγάκι — άλτης |
|||