|
το птица; τά αποδημητικά ~ά — перелётные птицы; τό ωδικό (αρπακτικό) ~ — певчая (хищная) птица; κατοικίδια ~ά — домашняя птица; υδρόβια ~ά — водоплавающая птица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово птица? — πτηνό как с (ново)греческого переводится слово πτηνό? — птица — τρυγόνι — δασοφυτεία — αφωνόληκτος — επισταμένως — λαιμαριά — κάθοδος — ανθρακωτήρας — βερεσές — Μαυροδήμος — λεχρίτισσα — προνευστάζω — υπογονιμότητα — σφυρώ — αλιάνιστος — λιποναύτης — διατηρούμαι — γράμμον — γύφτισσα — ουτιδανός — πλατύπους — εκμηδενιστικός |
|||