Новогреческий словарь
ανθρακέμπορος
ανθρακέμπορ|ος
ο
торговец углем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торговец углем
? —
ανθρακέμπορος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθρακέμπορος
? — торговец углем
#
(ново)греческий словарь
—
οξυϋδρογόνο
—
επταετής
—
ξεπουλημένος
—
εκμαυλίστρια
—
καπιτάλι
—
εμβρόντητος
—
αήττητο
—
οπισθόγραφος
—
νηστεύω
—
ηδονοβλεψία
—
πειθήνια
—
κασσίτερος
—
αίρεση
—
αζιμούθιον
—
αισθησιασμός
—
απολνώ
—
ελλογιμότης
—
συνύπαρξη
—
βενζινοκίνητος
—
χλευαστικός
—
πέραση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве