|
το (чаще мн.ч.) капитал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капитал? — καπιτάλι как с (ново)греческого переводится слово καπιτάλι? — капитал — συμπιλούμαι — δυσήνιος — μποέμικα — θερμορρυθμιστής — επαπειλούμαι — ανυπόθετος — σκατολαγνεία — φιστικοβούτυρο — παραγωγικός — μονόδραμα — εμύς — ξέχασμα — ανάμειξη — παγετώνας — φυτρωμένος — διακρίβωση — φθινοπωριάτικος — ανεδαφικός — υπερυψωμένος — εικασμός — συγυρισμένος |
|||