|
ο церквушка; εξοχικός ~ — часовня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово церквушка? — ναΐσκος как с (ново)греческого переводится слово ναΐσκος? — церквушка — χρονοδιακόπτης — ακυκλοφόρητος — πιδέξιο — αποχωσιάζω — ψηφώ — καυχησιολογιέμαι — απειρότεχνος — αχαιρέτιστός — βατώδης — μιτάρισμα — τρίτο — χρονόμετρο — ξιδάτος — ακαιγος — άθεη — σάττω — αγροληπτικός — ανοστίμευτος — σπαγκοραμμένος — ξεχαρβαλώνομαι — ηρανθές |
|||