|
το хлороформ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлороформ? — χλωροφόρμιο как с (ново)греческого переводится слово χλωροφόρμιο? — хлороформ — αλλοπαθής — τετραπληγία — εξασθενητικός — επίθημα — ασήμι — νεολαία — συχώριο — διακομιδή — μετέπειτα — πεπτικός — ανεπιφύλακτα — σκέβρωμα — ζαγγανιάρης — φερέγγυος — ακήρωτος — αποπτίλωση — πτεροφυία — κρήνη — αμφοτερίζω — χρυσελεφάντινος — απτέρωτος |
|||