Новогреческий словарь
πηλόπλαστος
πηλόπλαστ|ος
глиняный
;
τά ~α αντικείμενα — изделия из глины
;
τά ~α σκεύη — глиняная посуда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глиняный
? —
πηλόπλαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πηλόπλαστος
? — глиняный
#
(ново)греческий словарь
—
αιθεροποιώ
—
ασυμμετρία
—
στηθόπαννο
—
μετωνυμικός
—
αβγοειδής
—
ανεξαρτοποιημένος
—
λίψ
—
Κρυσταλλία
—
καρδάμωμα
—
απωθητικότητα
—
στάχυ
—
ακαβούρδιστος
—
αντεπερωτώ
—
αναδωμός
—
μονομερής
—
ξαντικά
—
ίσα
—
χολερόβλητος
—
αδόκιμα
—
αναχωματισμός
—
αδιαβροχοποίηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,