|
(-ώο) μετ. оправдывать (по суду) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оправдывать? — αθωώνω как с (ново)греческого переводится слово αθωώνω? — оправдывать — Σάτυρος — μνημονικό — υδατόπτωση — δύω — προσκυνητρια — χονδρίλλα — εσωρράχιον — φαυλόβιος — εξεχόντως — κορομηλο — βαθομέτρηση — φιλημένος — εκμηδένιση — σφάλισμα — σίελον — αντικοτώ — εφήβαιο — συγυρίζω — παραφράζω — πρακτικό — μεσοχώρα |
|||