|
η каналья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каналья? — κανάγισσα как с (ново)греческого переводится слово κανάγισσα? — каналья — πέπλο — ορισμός — γρουσούζης — κοσμοσώτειρα — πλύμα — υδρομάλαξη — ολόψυχος — θεοκρασία — αρρωστημένος — ζευκτήριος — αμφιλογία — διάθρεψη — χρονιότητα — υβός — Σλοβάκος — παστάδα — παραγγέλνω — ακτινοσκόπηση — υποπρακτορείο — φυσιοθεραπεία — δαμασκηνάτο |
|||