|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεπαλιώνω? — — αιτιολογικό — βηματοδρομία — ξανάστροφος — βύθος — πρωτόδικος — ανα- — ανηφορικός — σαξοφωνίστρια — εργάτρια — αρμεχτής — καφεϊνισμός — βουλωμένος — απτώχευτος — ορυχείο — μονόπλευρος — αστραπόβροντο — δράξ — άσκαστος — προεστός — μαζώχτρα — δημοκρατία |
|||