|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναγορεύσιμος? — — δραχμικός — σταυροπόδης — αναθαρρεμένος — σκαλοπόδαρο — δεύτερα — μπρούντζος — σάρκα — γλακηχτό — λιόχεντρα — χειμάδιον — χονδρέμπορας — χαρουπάλευρο — εξορκιστής — συνομοταξία — ξέφωτος — εδέησα — τονικός — πώλησις — μισοσβημένος — επιχορήγημα — ξεματιάζω |
|||