|
η деонтология - учение о проблемах морали и нравственности, раздел этики #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деонтология? — δεοντολογία как с (ново)греческого переводится слово δεοντολογία? — деонтология — προπύργιο — λαγώς — αριστοτέχνισσα — γλωσσοτρώγω — λιθογνωμικός — αντισεισμικός — χορογραφώ — παραμορφωτικός — διαθηκικός — σαραντάρα — λαθροχέρης — στρεμμοτικός — αντιμοναχικός — χάνι — γινατσής — λιτότητα — ακύκλωτος — εξιχνιάζω — μαντευτός — παρακελευσματικός — θολωμένος |
|||