|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψιλολογία? — — κιγκλιδωτός — γλύκα — αστέρευτος — διαφορά — απειροστό — διαιωνίζω — ντεμουαζέλλα — χρονοχρέωση — συγκάτοχος — δεντροφάγος — ανθενωτικός — αποδημητής — τρίγλωσσος — γρατσουνιά — χαλκούς — συνεκφώνηση — αναπληρώτρια — ισοδυναμικός — βουτήχτρα — δρυμών — φορτωτήρα |
|||