|
η трюфель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трюфель? — τρούφφα как с (ново)греческого переводится слово τρούφφα? — трюфель — συσσίτιο — συγυρισμένος — ξεσκάνω — μακροσκελής — αιμοπορφυρίνη — ορυμαγδός — εξωραϊστικός — βλογώ — νεώλκιον — ημιανοψία — χείλος — αρχοντογυναίκα — ειδωλολατρία — καρπουζιά — συνθετικός — ψαλτάκι — παλμός — μεταγένεσις — εκσπερματίζομαι — ομοιάζω — υαλουργία |
|||