|
η мужской половой орган #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужской половой орган? — πούτσα как с (ново)греческого переводится слово πούτσα? — мужской половой орган — έλατο — ενσφήνωση — αποτερματισμός — βυζαίνομαι — χειραφετικός — αλωπεκισμός — στάχυασμα — χτισμένος — θεσμοθεσία — μοναστηριακός — σκεπτικισμός — κωλοπαιδαράς — μπιστολίζω — νεροκάρδαμο — ξίφιος — κατασώτευση — κουβερνάντα — δίτρητος — μαρτυρίκι — ποώδης — νυχτοπάλεμα |
|||